τριχοφυΐα

τριχοφυΐα
η обрастание волосами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τριχοφυΐα" в других словарях:

  • τριχοφυΐα — η, ΝΑ [τριχοφυής] έκφυση τριχών …   Dictionary of Greek

  • τριχοφυΐα — η το φύτρωμα των τριχών, η τρίχωση, το μάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχοφυίας — τριχοφυίᾱς , τριχοφυία growth of hair fem acc pl τριχοφυίᾱς , τριχοφυία growth of hair fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοφυίαν — τριχοφυίᾱν , τριχοφυία growth of hair fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ανατρίχωση — η η νέα τριχοφυΐα, το να ξαναβγάλει κανείς μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… …   Dictionary of Greek

  • κακότριχος — κακότριχος, ον (Μ) αυτός που έχει κακή τριχοφυΐα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»